ἄπο

ἄπο
ἀπό (ἄπο)
Grammatical information: adv., prep.
Meaning: `far away, away from' (Il.)
Dialectal forms: Myc. apudoke, apedoke \/apu-dōke\/, \/ap-edōke\/. Arc.-Cypr., Aeol. ἀπύ.
Derivatives: Beside ἄπο-θεν also ἄπωθεν `from afar, far from' (Schwyzer 628, Lejeune Les adverbes grecs en -θεν 332).
Origin: IE [Indo-European] [52] *h₂epo `from'
Etymology: Old adverb and preverb, cf. Skt. ápa `away from', Lat. ab, Germ., Goth. af `down'; probably not here Hitt. appa `after' (rather to ὄπι-θεν?). PIE h₂épo; the accentual variant *h₂pó- (in OCS po, OS. fana) would also have given απο. - S. ἄπιος, ῏Απις.
Page in Frisk: 1,122

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἁπό — ἀπό , ἀπό ápa indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπό — ápa indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπο — ἀπό ápa indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • από — πρόθεση, συντάσσεται με ονομαστική και αιτιατική (πολύ σπν., και μονάχα σε ορισμένες φράσεις, με γενική: «από γεννησιμιού», «από χρόνου», «από στραβού διαβόλου» κτλ.) και σημαίνει: 1. κίνηση από τόπο, απομάκρυνση, χωρισμό: Λείπει από το σπίτι. 2 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… …   Dictionary of Greek

  • Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ λεπτοῦ φασὶ μίτου τὸ ζῆν ἠρτῆσθαι. — См. Висит на нитке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ τὸν ὄρθρον ἔφευγεν καὶ ἔμπροσθέν μου λοιτουργίαν εὗρον. — См. Из огня да в полымя …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ τῶν ἁπαλῶν ὅνυχων. — См. От младых ногтей …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ κακοῦ δανειστοῦ, κ’ὰν σακκίον ἀχύρου. — См. От худого должника хоть мякиною бери …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”